- ενδυματολόγιο
- το1. το σύνολο τών ενδυμασιών, τών κοστουμιών που χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση, κινηματογραφική ταινία κ.λπ.2. το σύνολο τών ενδυμάτων κάποιου, η γκαρνταρόμπα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδυματολόγιο — το 1. το σύνολο των ενδυμασιών ενός ατόμου, το βεστιάριό του, η γκαρδαρόμπα του. 2. τα σχέδια ή το σύνολο των ενδυμασιών που είναι απαραίτητες σε ένα θεατρικό ή κινηματογραφικό έργο, τα κοστούμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek